κορυφώνω

κορυφώνω
κορύφωσα, κορυφώθηκα, κορυφωμένος
1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή.
2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό: Κορυφώθηκε η δυστυχία του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… …   Dictionary of Greek

  • κορθύω — (Α) [κόρθυς] κορθύνω*, υψώνω, κορυφώνω, αυξάνω …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek

  • κορυφώ — κορυφῶ, όω (ΑM) βλ. κορυφώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”